Παρασκευή 28 Μαΐου 2010

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΛΩΣΗΣ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ


ΝΙΚΟΛΟ ΜΠΑΡΜΠΑΡΟ

Η ΠΟΛΙΣ ΕΑΛΩ

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ

ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΛΩΣΗΣ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ

Εκδόσεις «νεα συνορα» - Α.Α. Λιβάνη

Αθήνα 1993

Στις 27 Μαΐου, πάλι αυτοί οι λυσσασμένοι ειδωλολάτρες άναψαν όλη τη νύχτα τόσο μεγάλες φωτιές όσο και την προηγούμενη και τις κράτησαν αναμμένες μέχρι τα μεσάνυχτα. Οι τρομερές φωνές και οι άγριες ιαχές τους ακούγονταν μέχρι την πλευρά της Ανατολίας, που βρίσκεται δώδεκα μίλια μακριά από το στρατόπεδο. Και όλος αυτός ο χαλασμός, για να τρομοκρατήσουν εμάς τους χριστιανούς. Αυτή η αλλοφροσύνη κράτησε μέχρι το πρωί. Αλλά όλη τη μέρα δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά να σφυροκοπούν με τα κανόνια τους τα ά- μοιρα τείχη, ενώ σήμερα γκρέμισαν αρκετά κομμάτια και μας έβαλαν σε πολλή δουλειά. Στη θάλασσα δεν είχαμε κανένα επεισόδιο. Τίποτε άλλο δε συνέβη αυτή τη μέρα, ούτε και τη νύχτα.

Στις 28 Μαΐου, ο Τούρκος αμηράς έβγαλε δια ταγή με σάλπισμα σ' όλο το στρατόπεδό του, ότι όλοι οι πασάδες και όλοι οι άλλοι αξιωματούχοι των στρατευμάτων του έπρεπε να κατέβουν και να μείνουν όλη μέρα στις θέσεις τους, επειδή την επαύριο ο Τούρκος αυθέντης ήθελε να εξαπολύσει γενική επίθεση σ' αυτήν την αξιοθρήνητη πόλη, αλλιώς θα τιμωρούνταν με την ποινή του αποκεφαλισμού. Μόλις δόθηκε η διαταγή σ' όλο το στρατόπεδο, έτρεξαν όλοι και με μεγάλη μάλιστα σπουδή να καταλάβουν τις θέσεις τους. Αλλά, όλη τη μέρα, από την ώρα που ξημέρωσε μέχρι που έπεσε η νύχτα, οι Τούρκοι άλλο δεν έκαναν παρά να φέρνουν πανύψηλες κλίμακες κοντά στα τείχη για να αναρριχηθούν σ' αυτές την επομένη, που θα ήταν η κρίσιμη μέρα της μάχης. Αυτές οι σκάλες ήταν περίπου δύο χιλιάδες.


Έπειτα έφεραν μεγάλες ποσότητες πλεγμάτων από φρύγανα και λυγαριές για να καλύψουν αυτούς που θα σκαρφάλωναν με τις σκάλες απάνω στα τείχη. Όταν το έκαναν κι αυτό οι Τούρκοι, άρχισαν να ηχούν σάλπιγγες σ' όλο το στρατόπεδο και ταμπούρλα και τύμπανα για να εμψυχώσουν τους στρατιώτες τους, κραυγάζοντας: «Γιοι του Μωάμεθ, ας ξεχειλίσει η καρδιά σας από χαρά γιατί αύριο θα έχουμε στα χέρια μας τόσους χριστιανούς, τους οποίους θα τους πουλήσουμε για δούλους ένα δουκάτο τους δύο και θα αποκτήσουμε τόσα πλούτη που όλοι θα γεμίσουμε χρυσάφι. Από τα γένια των Γραικών θα κάνουμε λουριά για να δένουμε τα σκυλιά μας, και οι γυναίκες τους και οι θυγατέρες τους θα γίνουν σκλάβες μας. Ναι, γιοι του Μωάμεθ, ας ξεχειλίσει από χαρά η καρδιά σας κι ετοιμαστείτε με χαρά να πεθάνετε για την αγάπη του Μωάμεθ μας».

Μ' αυτόν τον τρόπο οι ειδωλολάτρες εμψύχωναν τα στρατεύματά τους. Όταν έγινε κι αυτό, έβαλαν φωνή σ' όλο το στρατόπεδο ότι κάθε Τούρκος επί ποινή αποκεφαλισμού έπρεπε να σταθεί στη θέση του και να υπάγει πράξει ό,τι θα τον διέτασσαν οι αρχηγοί του. Το βράδυ, όλοι οι Τούρκοι σε στρατιωτική παράταξη κατέβηκαν στις θέσεις τους με όλα τους τα όπλα και πολύ μεγάλα φορτία από σαΐτες. Όταν νύχτωσε, όλοι έστεκαν στις θέσεις τους χαρούμενοι με την απόφαση να δώσουν τη μάχη και όλοι παρακαλούσαν τον Μωάμεθ τους να τους δώσει νίκη και βοήθεια.

Αυτή όμως την ημέρα οι Τούρκοι τόσο πολύ βομβάρδισαν τα αξιολύπητα τείχη, που ήταν κάτι από άλλο κόσμο, κι αυτό το έκαναν επειδή ήταν η μέρα που έβαζαν τέλος στους κανονιοβολισμούς. Σήμερα, εμείς οι χριστιανοί φτιάξαμε εφτά σκεπαστά άρματα με πορτόνια, για να τα στήσουμε πίσω από τις επάλξεις από την πλευρά της στεριάς. Όταν κατασκευάσαμε αυτά τα άρματα, τα κατεβάσαμε στην πλατεία και ο άρχοντας Βάιλος έδωσε διαταγή στους Γραικούς να τα μεταφέρουν γρήγορα στα τείχη. Οι Έλληνες όμως δεν ήθελαν να τα μεταφέρουν, αν δεν πληρώνονταν πρώτα, κι έτσι στήθηκε μια διαμάχη που κράτησε σχεδόν όλο το βράδυ, επειδή εμείς οι Ενετοί έπρεπε να πληρώσουμε αγώΐ σε όποιους τα μετέφεραν, αλλά οι Έλληνες δεν ήθελαν να πληρώσουν τίποτα.

Όταν πια τ' άρματα έφτασαν στα τείχη, είχε ήδη νυχτώσει και δε βλέπαμε να τα τοποθετήσουμε καλά στις επάλξεις. Κι όλα αυτά, εξαιτίας της φιλαργυρίας των Ελλήνων. Επίσης, σήμερα, την ώρα της μεσημβρίας, ο άρχοντας Βάιλος έδωσε διαταγή σε όλους τους Βενετσιάνους να πάνε να σταθούν στα χερσαία τείχη,πρώτα για την αγάπη του Κυρίου κι έπειτα για το καλό της Πόλης και για την τιμή όλης της χριστιανοσύνης, κι όλοι ήταν έτοιμοι να θυσιάσουν τη ζωή τους και να μείνουν στις θέσεις τους. Υπακούοντας λοιπόν όλοι φιλότιμα στον άρχοντα Βάιλο, αρματωθήκαμε όσο πιο καλά μπορούσαμε και ταυτόχρονα εξοπλίσαμε το στόλο και κυρίως τις ολκάδες και τις γαλέρες που βρίσκονταν στην άλυσο του λιμανιού.

Σήμερα, ο Τούρκος αυθέντης έφτασε έφιππος με δέκα χιλιάδες άλογα στο στόλο του, που είναι στις Κολόνες, για να δει αν ο στόλος του ήταν έτοιμος για μάχη και να δώσει δια ταγές για την αυριανή επίθεση. Πολλή ώρα ο Τούρκος αμηράς έδινε διαταγές στο ναύαρχό του, λέγοντάς του με ποιο τρόπο δηλαδή έπρεπε να επιτεθεί στο στόλο μας. Όταν τέλειωσε, ο αυθέντης έστησε γλέντι με το ναύαρχό του και άλλους αξιωματούχους κι όλοι μαζί μέθυσαν, σύμφωνα με το έθιμο τους. Έπειτα ο αυθέντης γύρισε στο στρατόπεδο και συνέχισε εκεί το γλέντι. Όλη αυτήν την ημέρα στην Πόλη χτυπούσαν οι καμπάνες, για να κατέβουν όλοι στις θέσεις τους. Γυναίκες και παιδιά μετέφεραν λίθους στα τείχη για να εξοπλίσουν τις επάλξεις κι εκείνοι που ήταν επάνω να τις πετούν στους Τούρκους. Όλοι στην Πόλη θρηνούσαν από το μεγάλο φόβο τους.

Όταν έφτασε η πρώτη ώρα της νύχτας, οι Τούρκοι άναψαν πάλι σ' όλο το στρατόπεδο τους τρομερές φωτιές, πολύ μεγαλύτερες από εκείνες που είχαν ανάψει τις δυο προηγούμενες νύχτες. Κι ήταν τόσο δυνατά τα ουρλιαχτά τους, που εμείς οι χριστιανοί δεν μπορούσαμε να τα υποφέρουμε, ενώ συγχρόνως εξαπέλυαν πολλούς λίθους με τις βοβάρδες τους και μολύβδινες σφαίρες με τα τούφεκια. Σχεδόν νομίζαμε ότι βρισκόμασταν στην ίδια την Κόλαση. Αυτή η αλλοφροσύνη κράτησε μέχρι τα μεσάνυχτα κι έπειτα οι φωτιές σβήστηκαν, αλ- λά αυτοί οι ειδωλολάτρες ολημερίς κι ολονυχτίς δεν έκαναν άλλο παρά να παρακαλούν τον Μωάμεθ να τους δώσει νίκη να κυριεύσουν την Κων­σταντινούπολη. Εμείς οι χριστιανοί μέρα και νύχτα ικετεύαμε το Θεό μαζί με τη μητέρα Του Παναγία Μαρία και όλους τους αγίους και τις αγίες που βρίσκονται στον ουρανό. Με μεγάλους θρή νους τους παρακαλούσαμε ευλαβικά να μας δώ­σουν τη νίκη για να γλιτώσουμε από τη μανία αυτού του λυσσαλέου ειδωλολάτρη. Έχοντας παρακαλέσει η μια πλευρά και η άλλη το Θεό της να δώσει νίκη -εκείνοι το δικό τους κι εμείς τον εδικό μας- ο Κύριος και Θεός ημών όρισε στον ουρανό μαζί με τη μητέρα Του ποιοι θα έβγαιναν νικητές από αυτήν τη σκληρή μάχη, της οποίας αύριο θα δούμε την κατάληξη.

Η 29η Μαΐου είναι η τελευταία μέρα της πολιορκίας, κατά την οποία ο Κύριος και Θεός ημών έδωσε την καταδικαστική απόφαση εναντίον των Γραικών, και με θέλημά του σήμερα η Πόλη έπεσε στα χέρια του Μωάμεθ, διάδοχου του Τούρ­κου Μουράτ, όπως θα πληροφορηθείτε στη συνέ χεια. Κι ακόμα, ο αιώνιος Θεός ήθελε να δοθεί αυτή η σκληρή απόφαση για να επαληθευθούν όλες οι παλιές προφητείες και κυρίως η πρώτη, εκείνη που έκανε ο Αγιος Κωνσταντίνος, που στέ κει στο άλογό του πάνω σε μια στήλη κοντά στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας και προφητεύει με το χέρι και λέει: Από εδώ θα έρθει εκείνος που θα με αφανίσει, δείχνοντας την Ανατολία, δηλαδή την Τουρκία. Η άλλη προφητεία λέει πως όταν σ' αυτήν την αυτοκρατορία βρεθεί ένας αυτοκράτορας που θα έχει το όνομα Κωνσταντίνος γιος της Ελένης, η Κωνσταντινούπολη θα χαθεί. Και η άλλη λέει πως όταν η σελήνη δώσει σημείο στον ουρανό, μέσα σε λίγες μέρες οι Τούρκοι θα πάρουν την Κωνσταντινούπολη.

Και οι τρεις αυτές λοιπόν προφητείες έχουν εκπληρωθεί, δηλαδή οι Τούρκοι πέρασαν στην Ελλάδα, βρέθηκε ο αυτοκράτορας που ακούει στο όνομα Κωνσταντίνος και είναι γιος της Ελένης και το φεγγάρι έδωσε σημάδι στον ου­ρανό. Όλες λοιπόν οι προφητείες επαληθεύτηκαν και ο Θεός αποφάσισε να δώσει τη μοιραία απόφα ση κατά των χριστιανών και της αυτοκρατορίας του Κωνσταντίνου, όπως θα δείτε στη συνέχεια. Σήμερα, την 29η Μαΐου του έτους 1453, την τρίτη ώρα πριν την ημέρα, ο Μωάμεθ, γιος και διάδοχος του Τούρκου Μουράτ, έρχεται αυτοπροσώπως στα τείχη για να κάνει τη γενική επίθεση, με την οποία καθαίρεσε την Πόλη.

Ο Τούρκος αυθέντης είχε οργανώσει τους άντρες του σε τρία ασκέρια , και κάθε ασκέρι διέθετε πενήντα χιλιάδες άντρες. Το ένα ασκέρι απαρτιζόταν από χριστιανούς, εκείνοι που εκρατούντο με τη βία στο στρατόπεδο. Το δεύ­τερο ασκέρι αποτελείτο από ανθρώπους των κατώτερων στρωμάτων, απολίτιστους αγρότες και όλα τα κατακάθια , και το τρίτο ασκέρι ήταν όλοι γενίτσαροι που φορούσαν τα λευκό φέσια. Οι γενίτσαροι ήταν όλοι στρατιώτες του αυθέντη, που τους πλήρωνε μέρα με την ημέρα, όλοι δε άντρες διαλεγμένοι και ανδρείοι στη μάχη. Πίσω από αυτούς ή ταν όλοι οι αξιωματούχοι και πίσω από τους αξιω- ματούχους ήταν ο Τούρκος αυθέντης.

Το πρώτο ασκέρι, οι χριστιανοί, ήταν εκείνοι που μετέφεραν τις σκάλες, κι αυτές τις σκάλες ήθελαν να σηκώσουν και να τις στήσουν πάνω στα τείχη. Οι δικοί μας όμως τις γκρέμιζαν αμέσως μαζί με όλους αυτούς που προσπαθούσαν να αναρριχηθούν στα τείχη κι εκείνοι αμέσως τσακίζονταν. Kι ακόμα, οι δικοί μας που βρίσκονταν ψηλά στις επάλξεις έριχναν κατά πάνω τους μεγάλες πέτρες, και λίγοι κατόρθωναν να σώσουν τη ζωή τους. Όλοι όσοι έφταναν κάτω από τα τείχη, εφονεύοντο. Όταν αυτοί που ανέβαιναν πάνω στις σκάλες έβλεπαν στη γη τόσους νεκρούς, ήθελαν να γυρίσουν πίσω στο στρατόπεδο για να μη σκοτωθούν κι εκείνοι από τις πέτρες. Αλλά καθώς οι άλλοι Τούρκοι που ήταν από πίσω τους έβλεπαν να τρέπονται σε φυγή, αμέσως με τους ακίνάκες τους έκοβαν κομμάτια κι έτσι ήταν αναγκασμένοι να γυρίσουν στα τείχη, αφού έτσι ή αλλιώς θα πέθαιναν.

Kι όταν απ' αυτό το πρώτο ασκέρι οι περισσότεροι σκοτώθηκαν και τσακίστη- καν, άρχισε με μεγάλη ορμή να έρχεται το δεύτερο ασκέρι. Αλλά το πρώτο είχε σταλεί για δύο λόγους: ο πρώτος ήταν επειδή οι Τούρκοι προτιμούσαν να πεθάνουν πρώτοι αυτοί που ήταν χριστιανοί παρά οι ίδιοι, και ο άλλος λόγος που τους είχαν στείλει εκεί ήταν για να καταπονήσουν εμάς που ήμασταν στην Πόλη. Όταν, όπως σας είπα, εφονεύθηκαν και τσακίστηκαν οι στρατιώτες της πρώτης γραμμής, ρίχνονται οι δεύτεροι σαν μανιασμένα λιοντάρια προς τα τείχη, από την πλευρά του Αγίου Ρωμανού.

Εμείς, μόλις είδαμε το φοβερό εκείνο θέαμα, αρχίσαμε αμέσως να χτυπούμε δυνατά τις καμπάνες σ' όλη την Πόλη και σ' όλες τις θέσεις των τειχών. Κι όλοι ζητούσαμε να μας δώσει ο αιώνιος Κύριος μας έλεος και βοήθεια εναντίον του Τούρκου σκύλου. Όλοι οι άντρες έτρεξαν στις θέσεις τους και πολεμούσαν τους ειδωλολάτρες, οι οποίοι είχαν αρχίσει πάλι να εμφανίζονται έξω από τα σταυρώματα. Σ' αυτήν τη δεύτερη στρατιωτική γραμμή βρίσκονταν όλοι οι εμπειροπόλεμοι άντρες, οι οποίοι, όπως σας είπα, ήρθαν στα τείχη και καταπόνησαν πολύ εκείνους που υπερασπίζονταν την Πόλη, με τη σφοδρότητα τους. Κι αυτό το δεύτερο ασκέρι δοκίμασε με κάθε προσπάθεια να σκαρφαλώσει με τις σκάλες στα τείχη, αλλά εκείνοι που ήταν πάνω στα τείχη κρατερά κατέστρεφαν τις κλίμακες γκρεμίζοντάς τες στη γη και πολλοί Τούρκοι εύρισκαν το θάνατο.

Ταυτόχρονα οι βομβάρδες και οι βαλλίστρες μας έβαλλαν εναντίον τους και σκότωναν τόσους Τούρκους, που ήταν ένα θέαμα απίστευτο. Μόλις έφτασε το δεύτερο ασκέρι κι έκανε τη δική του προσπάθεια να εισέλθει στην Πόλη, χωρίς επιτυχία, μπαίνει το τρίτο, που ήταν οι γενίτσαροι, οι μισθοφόροι του αυθέντη. Μαζί τους ήταν οι αξιωματούχοι και οι άλλοι μεγάλοι αρχηγοί, όλοι άντρες γενναίοι, και πίσω απ' όλους αυτούς ο Τούρκος αμηράς.

Το τρίτο ασκέρι ξεχύθηκε στα τείχη της δύσμοιρης πόλης όχι σαν Τούρκοι, αλλάσαν λέοντες, με τόσο αλλόφρονες αλαλαγμούς και τυμπανοκρουσίες, που νόμιζε κανείς ότι βρισκόταν στον άλλο κόσμο. Οι φωνές τους ακούγονταν μέχρι την Ανατολία, που είναι δώδεκα μίλια μακριά από το στρατόπεδο. Οι πιο γενναίοι λοιπόν άντρες του Τούρκου βρίσκουν τους δικούς μας πάνω στα τείχη πολύ καταπονημένους, από τη μάχη με το πρώτο και το δεύτερο ασκέρι. Αλλά, αυτοί οι ειδωλολάτρες ήταν θαρραλέοι και ξεκούραστοι στη μάχη, και οι δυνατές ιαχές των Τούρκων σ' όλο το στρατόπεδο τρομοκρατούσαν το λαό της Πόλης, ενώ οι τυμπανοκρουσίες τους μας έπαιρναν την ψυχή.

Οι άμοιροι κάτοικοι της Πόλης, βλέποντας πως ήταν πλέον χαμένοι, άρχισαν να χτυπούν δυνατά τις καμπάνες και τα σήμαντρα σ' όλη την Πόλη και σ' όλες τις θέσεις των τειχών κι όλοι φώναζαν δυνατά: «Έλεος, έλεος. Κύριε από τους Ουρανούς, στείλε βοήθεια σ' αυτήν την αυτοκρατορία του Κωνσταντίνου, για να μην την κυβερνήσουν οι ειδωλολάτρες». Σ' όλη την Πόλη οι γυναίκες αλλά και οι άντρες γονατιστοί θρηνούσαν πικρά και ικέτευαν ευλαβικά τον Παντοδύναμο Θεό και τη μητέρα Του Παναγία Μαρία, και όλους τους αγίους και τις αγίες της Ουράνιας Αυλής να νικήσουμε τους ειδωλολάτρες Τούρκους, λυσσασμένους εχθρούς της χριστιανικής πίστης.

Κι ενώ εκείνοι παρακαλούσαν το Θεό, οι Τούρκοι συνέχιζαν να πολεμούν άγρια από την πλευρά της ξηράς, γύρω από τον Άγιο Ρωμανό, όπου βρισκόταν και η σκηνή του γαληνότατου αυτοκράτορα με όλους τους ευγενείς και τους καλύτερους ιππότες του κι όλους τους αξιωματούχους του που του συμπαραστέκονταν πολεμώντας γενναία. Αποφασισμένοι να μπουν στην Πόλη οι Τούρκοι, όπως είπα, πολεμούσαν έξω από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού, από την πλευρά της ξηράς δηλαδή, κι έριχναν οι ειδωλολάτρες πολλούς λίθους με τα κανόνια τους, αμέτρητες τουφεκιές και μυριάδες σαΐτες. Οι ιαχές τους ήταν τόσο τρομαχτικές που νόμιζε κανείς ότι θα σκίζονταν οι ουρανοί. Μ' εκείνη τη μεγάλη βομβάρδα, που η πέτρα της ζύγιζε χίλιες διακόσιες λίβρες, και με τόξα σε όλο το μήκος των τειχών που ήταν έξι μίλια, χτυπούσαν μέσα από τα σταυρώματα, και θα μπορούσαν να φορτωθούν τουλάχιστον ογδόντα καμήλες με τις σαΐτες που έριχναν μέσα, ενώ από εκείνες που έπεφταν μέσα στην τάφρο τουλάχιστον άλλες είκοσι. Αυτή η τόσο σκληρή μάχη κράτησε μέχρι την αυγή της μέρας.

Οι δικοί μας έκαναν θαύματα για την άμυνα, και όταν λέμε δικοί μας εννοούμε εμάς τους Ενετούς. Στο σημείο που ήταν ο τούρκικος πύργος, εκεί οι Τούρκοι πολεμούσαν άγρια. Η άμυνά μας όμως δεν είχε κανένα νόημα, γιατί ο αιώνιος Θεός είχε ήδη πάρει την απόφαση του ότι αυτή η πόλη θα έπεφτε στα χέρια των Τούρκων κι επειδή ήταν θέλημά Του, τίποτα πια δεν μπορούσαμε να κά- νουμε. Όλοι εμείς οι χριστιανοί που εκείνες τις στιγμές βρισκόμασταν σ' αυτήν την περιθρηνούμενη πόλη, παρακαλούσαμε τον ελεήμονα Ιησού Χριστό μας και τη μητέρα Του Παρθένο Μαρία να ευσπλαγχνιστούν τις ψυχές μας, γιατί σήμερα, σ' αυτήν τη σκληρή μάχη, θα πεθαίναμε.

Και για να μάθετε, μία ώρα πριν ξημερώσει ο Τούρκος αυθέντης έδωσε διαταγή να πυροδοτήσουν τη μεγάλη βομβάρδα του, κι αυτός ο λίθος πέφτει μέσα από τα οχυρώματα που είχαμε κατασκευάσει τα οποία ρήμαξε. Από το μεγάλο καπνό που σήκωσε αυτή η βομβάρδα, δε βλέπαμε σχεδόν τίποτα, αλλά οι Τούρκοι άρχισαν να διαβαίνουν διαμέσου του καπνού και ήταν σχεδόν τριακόσιοι εκείνοι που πέρασαν μέσα από τα τείχη. Γραικοί κι Ενετοί τους πετάξαμε έξω από το σταύρωμα και με γάλο μέρος αυτών βρήκαν το θάνατο. Όλοι σχεδόν σκοτώθηκαν πριν μπορέσουν να περάσουν το σταύρωμα. Εκείνη τη στιγμή, οι Γραικοί, έχοντας πετύχει αυτό το κατόρθωμα, πίστεψαν πραγματι κά ότι νικούσαν τους ειδωλολάτρες κι όλοι εμείς οι χριστιανοί πήραμε μεγάλη ανακούφιση. Όταν τους διώξαμε από το σταύρωμα, αμέσως οι Τούρ κοι πυροδότησαν για άλλη μια φορά τη μεγάλη τους βομβάρδα και πάλι αυτοί οι ειδωλολάτρες αρχίζουν σαν σκυλιά να έρχονται μέσα από τον καπνό της βομβάρδας γρήγορα, σπρώχνοντας και πατώντας ο ένας τον άλλο σαν άγρια θηρία.

Μέσα σ' ένα τέταρτο της ώρας είχαν περάσει πά νω από τριάντα χιλιάδες Τούρκοι μέσα από το σταύρωμα με τόσους αλαλαγμούς, που νόμιζε κανείς πως βρισκόταν στην ίδια την Κόλαση, οι δε αλαλαγμοί τους αντιλαλούσαν μέχρι την Ανατο λία. Μόλις ήρθαν μέσα, αμέσως κατέλαβαν την πρώτη μπάρα του σταυρώματος. Πριν όμως την καταλάβουν, αρκετοί απ' αυτούς εφονεύθηκαν από εκείνους που υπερασπίζονταν τα τείχη με τις πέτρες. Και ήταν τόσοι πολλοί οι Τούρκοι, που ο καθένας εφόνευε όσους ήθελε. Έχοντας κα­ταλάβει τώρα την πρώτη μπάρα, οι Τούρκοι μαζί με τους γενίτσαρους οχυρώθηκαν πίσω απ' αυτή. Μετά απ' αυτό πέρασαν μέσα από το σταύρωμα σχεδόν εβδομήντα χιλιάδες, μέσα σε τέτοια αλλοφροσύνη, που νόμιζε κανείς πως βρισκόταν στην Κόλαση. Αμέσως τα σταυρώματα γέμισαν με Τούρκους από τη μια μέχρι την άλλη του άκρη, που ήταν έξι μίλια.

Αλλά, όπως σας είπα, εκείνοι που βρίσκονταν επάνω στα τείχη σκότωναν πολ­λούς απ' αυτούς με πέτρες, αφήνοντας τους να έρθουν από κάτω και πετώντας τις ασταμάτητα πάνω τους. Τόσοι ήταν οι νεκροί που τουλάχιστον σαράντα άμαξες δε θα μπορούσαν να μεταφέρουν τα πτώματα των Τούρκων αυτών, που σκοτώθηκαν πριν μπουν στην Πόλη. Τώρα, οι δικοί μας, οι χριστιανοί, εφοβούντο τα μέγιστα και ο γαληνότατος αυτοκράτορας έδωσε διαταγή να χτυπήσουν τις καμπάνες σ' όλη την Πόλη και το ίδιο να κάνουν από όλες τις θέσεις των τειχών. Έτσι όλοι άρχισαν να φωνάζουν. «Κύριε ελέησον». Έτσι φώναζαν άντρες και γυναίκες και περισσότερο οι μοναχές και οι κοπέλες. Τόσος ήταν ο θρήνος, που θα αισθανόταν οίκτο κάθε σκληρός Ιουδαίος.

Βλέποντας αυτό, ο Ιωάννης Ιουστινιάνης, Γενουάτης από τη Γένουα, αποφασίζει να εγκαταλείψει τη θέση του και τρέχει στο πλοίο του που ήταν αραγμένο κοντά στην άλυσο. Αυτόν τον Ιωάννη Ιουστινιάνη ο αυτοκράτορας τον είχε ορίσει γενικό διοικητή ξηράς. Και τρεπόμενος σε φυγή ο στρατηγός, περνώντας μέσα από την Πόλη, φώναζε: «Οι Τούρκοι μπήκαν στην Πόλη». Και εψεύδετο ασύστολα, γιατί ακόμα δεν είχαν μπει. Ακούγοντας ο λαός τα λόγια αυτά από εκείνον ειδικά το στρατηγό, ότι δηλαδή οι Τούρκοι είχαν μπει στην Πόλη. όλοι άρχισαν να τρέπονται σε φυγή κι αμέσως όλοι εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και όρμησαν τρέχοντας προς την ακτή για να μπο ρέσουν να διαφύγουν με τα πλοία και τις γαλέρες. Μέσα στο χρόνο που ήθελε ο ήλιος ν' ανατείλει, ο παντοδύναμος Θεός είχε δώσει την καταδικαστική του απόφαση κι ήταν θέλημά Του να επαληθευθούν όλες οι προφητείες.

Με το πρώτο φως της αυγής, οι Τούρκοι μπήκαν μέσα στην Κωνσταντι­νούπολη από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού, εκεί όπου είχαν γκρεμιστεί τα τείχη από τις βομβάρδες τους. Πριν όμως μπουν μέσα στην Πόλη, τσακίστηκαν πολλοί Τούρκοι και χριστιανοί που έτρεξαν να τους εμποδίσουν. Τόσοι πολλοί σκοτώθηκαν, που θα φορτώνονταν το λιγότερο είκοσι άμαξες με τα πτώματα τους. Τότε, το δεύτερο ασκέρι άρχισε να έρχεται ξοπίσω από τους πρώτους, που σκορπίζονταν μέσα στην Πόλη.

Όσους έβρισκαν στους δρόμους τους περνούσαν από τη λεπίδα της χαντζάρας τους, γυναίκες και άντρες και γέρους και παιδιά, αδιακρίτως. Αυτή η σφαγή κράτησε από την ανατολή του ηλίου μέχρι την ώρα της μεσημβρίας, κι όσοι βρέθηκαν μπροστά τους πήγαν από χαντζάρα. Όσοι από τους δικούς μας εμπόρους διέφυγαν, κρύφτηκαν μέσα στις υπόγειες σπηλιές. Όταν πέρα σε η μανία τους, οι Τούρκοι τους ευρήκαν, κι όλοι πιάστηκαν και πουλήθηκαν σκλάβοι. Όταν έφτασαν οι λυσσασμένοι Τούρκοι στην πλατεία που είναι πέντε μίλια μακριά από το σημείο που έκαναν την έφοδο, δηλαδή τον Άγιο Ρωμανό, ανέβηκαν σ' έναν πύργο, όπου ήταν υψωμένη η σημαία του Αγίου Μάρκου και η σημαία του γαληνότατου αυτοκράτορα. Τότε, οι ειδωλολάτρες έσχισαν αμέσως τη σημαία του Αγίου Μάρκου και έπειτα έσχισαν τη σημαία του γαληνότατου αυτοκράτορα και πάνω σ' εκείνο τον ίδιο πύργο ύψωσαν τη σημαία του Τούρκου αυθέντη. Όταν αφαιρέθηκαν εκείνες οι δυο σημαίες, δηλαδή του Αγίου Μάρκου και του αυτοκράτορα και υψώθηκε η σημαία του Τούρκου σκύλου, εκείνη τη στιγμή όλοι εμείς οι χριστιανοί που βρισκόμασταν στην Πόλη χύσαμε πικρά δά- κρυα. Βλέποντας τη σημαία του να ανεμίζει πάνω στον πύργο, καταλάβαμε ότι η Πόλη είχε πέσει στα χέρια του Τούρκου και δεν υπήρχε ελπίδα να την επανακτήσουμε.

Πέμπτη 20 Μαΐου 2010

ΗΜΕΡΑ ΜΝΗΜΗΣ


http://christiannaloupa.wordpress.com/

Η γενοκτονία, σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, θεωρείται έγκλημα κατά της ανθρωπότητας και δεν παραγράφεται όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Μήπως ήρθε επιτέλους η ώρα να κόψει η Τουρκία τον ομφάλιο λώρο που τη δένει με τα εγκλήματα του παρελθόντος και να κάνει ένα βήμα μπροστά;

Το κείμενο που ακολουθεί δεν είναι παρά ένα ευλαβικό μνημόσυνο για τις χιλιάδες αθώες ψυχές που χάθηκαν μεταξύ 1914 και 1922, επειδή είχαν την ατυχία να κατοικούν στα παράλια του Εύξεινου Πόντου και να είναι χριστιανοί. Ο σκοπός του είναι να θυμίσει μα πάνω απ’ όλα να ενημερώσει τους Νεοέλληνες για τη μεγάλη σφαγή που έγινε στο όνομα της τουρκικής εθνοκάθαρσης, εμπνευστής της οποίας υπήρξε ο Κεμάλ Ατατούρκ. Πρόκειται για την γενοκτονία των Ποντίων.

Ανατρέχοντας στο παρελθόν θα διαπιστώσουμε ότι μετά τη διάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας και την άλωση της Κωνσταντινούπολης ένα σημαντικό κομμάτι του ελληνισμού, ο Πόντος, παρέμενε ελεύθερο. Το 1461, η άλωση της Τραπεζούντας σήμανε την απώλεια της ανεξαρτησίας του, αλλά όχι και της εθνικής συνείδησής του, η οποία διατηρήθηκε αμείωτη στο πέρασμα των αιώνων. Περίπου 600.000 Έλληνες παρέμειναν εγκατεστημένοι στην περιοχή, ενώ, μετά την άλωση, 150.000 μετοίκησαν στον Καύκασο.

Πράγματι, η περιοχή ακμάζει, τα γράμματα και οι τέχνες ανθίζουν. Τα αμέτρητα ελληνικά σχολεία – με πιο φημισμένο το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας – δεν παύουν στιγμή να διδάσκουν στα παιδιά την ελληνική κουλτούρα και να μεταλαμπαδεύουν την πολιτιστική μας κληρονομιά. Οι εφημερίδες, τα περιοδικά, τα τυπογραφεία, οι λέσχες και τα θέατρα δεν μπορούν παρά να μαρτυρούν το ψηλό πνευματικό επίπεδο των Ελλήνων του Πόντου.

Η εμπλοκή της Τουρκίας στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο στο πλευρό των Γερμανών, ωστόσο, και η ανοδική πορεία των Νεοτούρκων και του Μουσταφά Κεμάλ προς την εξουσία, έμελλαν να αλλάξουν το ρου της Ιστορίας και να μετατρέψουν τη ζωή των λαών, που επί αιώνες ζούσαν ειρηνικά στα εδάφη της οθωμανικής αυτοκρατορίας, σε έναν ανατριχιαστικό εφιάλτη.

Το 1914, οι ίδιοι οι Γερμανοί – συνυπεύθυνοι της γενοκτονίας - με σκοπό να αλώσουν οικονομικά και πολιτικοστρατιωτικά την Εγγύς και Μέση Ανατολή, συμβούλεψαν τους συμμάχους τους να εκτοπίσουν στο εσωτερικό της Ανατολίας σε βάθος τουλάχιστον διακοσίων χιλιομέτρων τους χριστιανούς, επειδή πίστευαν ότι θα ήταν επικίνδυνοι για την έκβαση του πολέμου, ενώ ο Κεμάλ, γνωστός πια σαν «γκρίζος λύκος», οραματίζεται την οικονομική απεξάρτηση από τις Μεγάλες Δυνάμεις και την εθνοκάθαρση, ξεριζώνοντας τις «αμελητέες» μειονότητες και παραδίδοντας την «Τουρκία στους Τούρκους».

Το 1915 καταρτίζεται το σχέδιο της εξολόθρευσης των χριστιανικών πληθυσμών, ενώ τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς διαδραματίζεται η φοβερή σφαγή των Αρμενίων. Ταυτόχρονα, υιοθετείται σειρά μέτρων για την εξόντωση των Ελλήνων, που αφορά περιορισμούς στην άσκηση του επαγγέλματός τους και απαγόρευση στους μουσουλμάνους να εργάζονται με Έλληνες. Όλα δείχνουν πως η μοίρα του ποντιακού ελληνισμού είναι μάλλον προκαθορισμένη, εκείνοι, όμως, δεν φαίνονται καθόλου διατεθειμένοι να το βάλουν κάτω εύκολα. Και στο σημείο αυτό ανοίγει μια σελίδα της Ιστορίας που ελάχιστος κόσμος γνωρίζει.

Τα παλικάρια του Πόντου οργανώνουν ένα εκπληκτικό αντάρτικο, που θα δυσκολέψει κατά πολύ τη ζωή του τουρκικού στρατού, αλλά και θα καταφέρει να σώσει ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού. Κι ενώ έχει ήδη αποφασιστεί ο μαζικός εκτοπισμός των αντρών 20 – 45 ετών στα φοβερά τάγματα εργασίας, απ’ όπου ελάχιστοι θα επιζήσουν, αρχίζουν και οργανώνονται οι πρώτες ανταρτικές ομάδες, κυρίως στο Δυτικό Πόντο, στις περιοχές της Αμισού και της Πάφρας, με κύριο σκοπό την προστασία του πληθυσμού, που είναι έρμαιο των λεηλασιών, των εξευτελισμών, των εκτελέσεων και των βιασμών.

Έξι έως επτά χιλιάδες υπολογίζεται ότι ήταν οι αντάρτες. Η δύσκολη ζωή τους μέσα σε σπηλιές και καλύβες, πάνω στα απόκρημνα βουνά με τις αντίξοες καιρικές συνθήκες και τη δυσεύρετη τροφή, τους έκανε σκληροτράχηλους και εξαιρετικούς πολεμιστές. Το χιόνι διέκοπτε την τροφοδοσία, ενώ τα όπλα τους στην αρχή δεν ήταν παρά μαχαίρια και αξίνες. Επανειλημμένες εκκλήσεις για βοήθεια προς την ελληνική κυβέρνηση δεν βρήκαν καμία απήχηση. Αργότερα τους προμήθευσαν με όπλα οι Ρώσοι. Είναι πολύ πιθανό, αν οι αντάρτες είχαν από κάπου υποστήριξη, η Ιστορία να είχε πάρει άλλη τροπή.

Στο μεταξύ, οι Τσέτες (κυρίως ληστές) που έχουν ενταχθεί στην τουρκική χωροφυλακή δεν αφήνουν τίποτε όρθιο. Πλήθος φρικαλεοτήτων και βιαιοπραγιών ταλανίζουν τον πληθυσμό, ενώ οι μετατοπίσεις συνεχίζονται ολοένα και συστηματικότερα προς το εσωτερικό της χώρας. Οι περισσότεροι θα χάσουν τη ζωή τους στις ατέλειωτες πορείες θανάτου – τα «Άουσβιτς εν ροή» - από την κακομεταχείριση, την έλλειψη τροφής, τη δίψα και τις αρρώστιες. Ατέλειωτα καραβάνια δύστυχων ανθρώπων, γυναικών, παιδιών, γερόντων και ανήμπορων σέρνονται προς τα βάθη της Ανατολής. Οι πεθαμένοι εγκαταλείπονται άταφοι, οι μανάδες δεν μπορούν να κλάψουν τα νεκρά παιδιά τους. Θα μπορούσε κανείς να πει πως ολόκληρος ο δρόμος από τη γη του Πόντου προς το εσωτερικό είναι σπαρμένος με κόκαλα.

Ο ίδιος ο Τζεμάλ Νουζχέτ, άλλωστε, νομικός σύμβουλος στο φρουραρχείο της Κωνσταντινούπολης, αποδοκίμασε έντονα τις πρακτικές του Κεμάλ και κατήγγειλε ότι το 90% των Ελλήνων της Πάφρας είχε εξοντωθεί.

Στις 19 Μαίου 1919 – που ορίστηκε σαν ημέρα μνήμης της γενοκτονίας - ο Κεμάλ αποβιβάζεται στη Σαμψούντα, έχοντας υπό τις διαταγές του δύο σώματα στρατού. Πρώτη του δουλειά να κηρύξει το μίσος κατά των Ελλήνων και να συστήσει μυστική οργάνωση με το όνομα Mutafai Milliye. Η τελευταία πράξη του δράματος ξεκινά. Όταν τελειώσει δεν θα έχει μείνει τίποτα πια. Μόνο καμένη γη και πτώματα. Τίποτα που να θυμίζει πως εδώ κάποτε έζησαν Έλληνες.

Καθημερινά, χωρικοί βρίσκονται κακοποιημένοι και δολοφονημένοι στα χωράφια τους. Σε όλες τις πόλεις του Πόντου στήνονται τα Έκτακτα Δικαστήρια της Ανεξαρτησίας, που με συνοπτικές διαδικασίες καταδικάζουν και εκτελούν την ηγεσία του τόπου. Ο ανταποκριτής της Daily Telegraph έγραφε λίγους μήνες αργότερα: «Οι τωρινοί εκτοπισμοί και οι σφαγές στη Μ. Ασία είναι χωρίς προηγούμενο στην τουρκική ιστορία».

Στο διάστημα αυτό και μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου οι Πόντιοι, βλέποντας πως έχει αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση, ζητούν να συμπεριληφθούν στο ελληνικό κράτος. Ο Βενιζέλος όμως αρνείται κατηγορηματικά με την αιτιολογία ότι η περιοχή βρίσκεται πολύ μακριά για να μπορεί η Ελλάδα να την προστατέψει. Τελικά, το 1920 ιδρύεται η Ποντοαρμενική Ομοσπονδία. Συμφωνήθηκε η στρατιωτική συνεργασία Ελλάδας και Αρμενίας με σκοπό την προστασία του Πόντου από τους Τούρκους. Δυστυχώς όμως η ήττα των Αρμενίων στο Ερζερούμ είχε σαν συνέπεια την εγκατάλειψη των Ποντίων στο έλεος του Θεού.

Περίπου 250.000 Πόντιοι εξοντώθηκαν μεταξύ 1914 και 1922. Τον Οκτώβριο του 1922 με τη μεσολάβηση των συμμάχων η ελληνική κυβέρνηση και ο Κεμάλ συμφώνησαν να μεταφερθούν όσοι Έλληνες του Πόντου είχαν απομείνει, με τουρκικά καράβια στην Κωνσταντινούπολη κι από εκεί με ελληνικά στην Ελλάδα. Έτσι, κατέφθασαν στη μητέρα πατρίδα περί τις 400.000 πρόσφυγες, ανέστιοι και ξεριζωμένοι, που μαζί με τους Ίωνες αναδύθηκαν σε έναν τιτάνιο αγώνα επιβίωσης. Οι πιο πολλοί εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία και τη Θράκη, πολλές χιλιάδες, ωστόσο, βρίσκονται σήμερα εκτός ορίων Ελλάδας, στη Γερμανία, τον Καναδά, την Αμερική, την Αυστραλία, τη Ρωσία, αποτελώντας κι αυτοί ένα κομμάτι της Ομογένειας. Ένα είναι σίγουρο: οι άνθρωποι αυτοί, με την εργατικότητα και το κοφτερό μυαλό τους, όχι μόνο συναρμολόγησαν ξανά τη ζωή τους, αλλά και οι ίδιοι και οι απόγονοί τους, όπου γης, πρόκοψαν και προκόβουν σε όλους τους τομείς και προ παντός είναι πάντα περήφανοι για την καταγωγή τους.

Σαν υστερόγραφο της θλιβερής αυτής αναφοράς, καλό θα ήταν νομίζω, να θυμίσουμε στον κύριο Ερντογάν, που μας τίμησε με την πρόσφατη επίσκεψή του, ότι, όταν ο Γερμανός καγκελάριος Βίλυ Μπραντ επισκέφθηκε την Πολωνία το 1970, γονάτισε μπροστά στο μνημείο του Πολέμου, ζητώντας σιωπηλά συγγνώμη για τα εγκλήματα των ναζί εις βάρος των Πολωνοεβραίων. Επίσης, ο Γερμανός Πρόεδρος Γιοχάνες Ράου, κατά την επίσκεψή του στα Καλάβρυτα το 2000, κατέθεσε στεφάνι και εξέφρασε επανειλημμένα τη βαθειά του οδύνη για τη σφαγή. Με λίγα λόγια η Γερμανία, συνειδητοποιώντας προφανώς το διπλωματικό και πολιτικό όφελος της μεταμέλειας, αποκήρυξε τα ανομήματα του πρόσφατου παρελθόντος της, γι αυτό και κατάφερε να σταθεί - και να κυριαρχήσει - στο διεθνές μεταπολεμικό Forum.

Μήπως, κύριε Ερντογάν, ήρθε πλέον το πλήρωμα του χρόνου για να παραδειγματιστεί η Τουρκία από τα παραπάνω, να σταματήσει να κρύβει τα εγκλήματά της κάτω από το χαλί και και ρίχνοντας ένα ρηξικέλευθο βλέμμα στο μέλλον, να κόψει τον ομφάλιο λώρο που τη δένει με το επαίσχυντο παρελθόν, κάνοντας ένα βήμα προς το ευρωπαϊκό κεκτημένο, με το οποίο άλλωστε ερωτοτροπεί επί μακρόν;

Δείγματα γραφής περιμένουμε, αγαπητοί γείτονες για να πιστέψουμε στην ελληνοτουρκική φιλία - την οποία, να είστε σίγουροι, πραγματικά επιθμούμε - και όχι έπεα πτερόεντα, που σαν μοναδικό σκοπό έχουν τις οικονομικές επενδύσεις σε μια χώρα που ακροβολίζεται από παντού και χαροπαλεύει. Δείγματα γραφής!

* Η Χριστιάννα Λούπα είναι δικηγόρος και συγγραφέας

Κυριακή 9 Μαΐου 2010

ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ


Δεύτερη Κυριακή του Μάη σημαίνει μέρα εορτασμού της μητρότητας και ευχαριστιών προς τη μητέρα.
Η Αρχαία Ελλάδα είναι η πρωταρχική πηγή αναφοράς στην "γιορτή της μητέρας". Συγκεκριμένα. Ήταν η γιορτή της άνοιξης όπου λατρευόταν η Γαία, η μητέρα Γη, μητέρα όλων των θεών και των ανθρώπων. Αργότερα την αντικατέστησε η κόρη της η Ρέα η σύζυγος του Κρόνου, μητέρα του Δία και θεά της γονιμότητας.
Στη σύγχρονη εποχή, την ιδέα για την καθιέρωση της συγκεκριμένης μέρας ως τιμητικής για όλες τις μητέρες είχε η Αμερικανίδα Άννα Μαρία Ριβς Τζάρβις. Έτσι στις 9 Μαΐο του 1914, οι αγώνες της έπιασαν τόπο και ο Αμερικανός πρόεδρος Γούντροου Ουίλσον υπέγραψε προκήρυξη, σύμφωνα με την οποία η Ημέρα της Μητέρας καθιερωνόταν ως εθνική εορτή τη δεύτερη Κυριακή του Μαΐου.
Από τότε πολλές χώρες γιορτάζουν την Παγκόσμια Ημέρα της Μητέρας τη δεύτερη Κυριακή του Μαΐου, επομένως μην την ξεχάσετε!



Ο ΜΟΡΦΩΤΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

ΕΥΧΕΤΑΙ

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ

ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΗΣ

ΜΗΤΕΡΕΣ